- ανεμική
- η1) буря, сильный ветер; 2) вспышка, порыв (гнева, ярости и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεμικός — ή, ό (Μ ἀνεμικός, ή, όν) [άνεμος] μσν. ανυπόστατος, πλαστός νεοελλ. Ι. το θηλ. ως ουσ. 1. η ανεμική δυνατός άνεμος, θύελλα, καταιγίδα 2. ψυχική αναταραχή, συναισθηματική αναστάτωση 3. δύσκολη περίσταση, συμφορά II. το ουδ. ως ουσ. το ανεμικό… … Dictionary of Greek